- δορατοφόρος
- -ο (AM δορατοφόρος, -ον)ο δορυφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δορατοφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορατοφόρον — δορατοφόρος masc/fem acc sg δορατοφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορατοφόροι — δορατοφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορατοφόροις — δορατοφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορατοφόρους — δορατοφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορατοφόρων — δορατοφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορατοφόρ' — δορατοφόρα , δορατοφόρος neut nom/voc/acc pl δορατοφόρε , δορατοφόρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek
ՆԻԶԱԿԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0425 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 11c ա. δορατοφόρος, δορυφόρος hastifer, hastatus. Ունօղ զնիզակ. տիգաւոր. ... *Գունդք նիզակաւորացն: Ախոյենացն նիզակաւորացն ռազմ արարեալ: Նիզակաւորքն առեալ ընկենուին. Բուզ. ՟Ե. 5:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՏԻԳԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0873 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c ա. δορατοφόρος hastifer δεξιολάβος lancearius ζιβύνην κρατήσων zibinam tenens. Ունօղ՝ կրօղ զտէգ, որպէս եւ զսուին. ինզակաւոր. ... *Վահանաւորք եւ տիգաւորք: Ասպար ʼի ձեռին տիգաւոր հետեւակ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)